τρελόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρελόχαρτο τα τρελόχαρτα
      γενική του τρελόχαρτου των τρελόχαρτων
    αιτιατική το τρελόχαρτο τα τρελόχαρτα
     κλητική τρελόχαρτο τρελόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρελόχαρτο < τρελό- + χαρτ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

τρελόχαρτο ουδέτερο

  • (παλαιότερη γραφή) τρελλόχαρτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.