τρελο-
Νέα ελληνικά (el)
Πρόθημα
τρελο- ή τρελό-
- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει:
- τον τρελό, αυτόν που έχει ψυχονευρωτική αστάθεια, και ό,τι σχετίζεται με αυτόν
- τον απρόβλεπτο
- κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολή και παραλογισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.