τραφείς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραφείς
& τραφέντας
η τραφείσα το τραφέν
      γενική του τραφέντος
& τραφέντα
της τραφείσας
& τραφείσης*
του τραφέντος
    αιτιατική τον τραφέντα την τραφείσα το τραφέν
     κλητική τραφείς
& τραφέντα
τραφείσα τραφέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραφέντες οι τραφείσες τα τραφέντα
      γενική των τραφέντων των τραφεισών των τραφέντων
    αιτιατική τους τραφέντες τις τραφείσες τα τραφέντα
     κλητική τραφέντες τραφείσες τραφέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραφείς < αρχαία ελληνική τραφείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος τρέφω

Μετοχή

τραφείς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

τραφείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρέφομαι
  2. θα τραφείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρέφομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.