τουφίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τουφίτσα | οι | τουφίτσες |
| γενική | της | τουφίτσας | — | |
| αιτιατική | την | τουφίτσα | τις | τουφίτσες |
| κλητική | τουφίτσα | τουφίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τουφίτσα < τούφα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /tuˈfi.t͡sa/
Μεταφράσεις
τουφίτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.