τούτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | τούτος | τούτη | τούτο | |||
| γενική | τούτου | τούτης | τούτου | |||
| αιτιατική | τούτο | τούτη | τούτο | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | τούτοι | τούτες | τούτα | |||
| γενική | τούτων | τούτων | τούτων | |||
| αιτιατική | τούτους | τούτες | τούτα | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| Δείτε και «ετούτος». | ||||||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες | ||||||
Ετυμολογία
- τούτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τοῦτος < ελληνιστική κοινή τοῦτοι (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική οὗτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τού‐τος
Αντωνυμία
τούτος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.