τούτων

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtu.ton/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τούτων

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

τούτων



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

τούτων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του οὗτος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους (αὕτη) του οὗτος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (τοῦτο) του οὗτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.