ετούτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ετούτος | ετούτη | ετούτο | |||
| γενική | ετούτου | ετούτης | ετούτου | |||
| αιτιατική | ετούτο | ετούτη | ετούτο | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ετούτοι | ετούτες | ετούτα | |||
| γενική | ετούτων | ετούτων | ετούτων | |||
| αιτιατική | ετούτους | ετούτες | ετούτα | |||
| κλητική | — | — | — | |||
| Δείτε και «τούτος». | ||||||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες | ||||||
Ετυμολογία
- ετούτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐτοῦτος / τοῦτος με ανάπτυξη ε- κατά το εκείνος[1] < αρχαία ελληνική οὗτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈtu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τού‐τος
Αναφορές
- τούτος, ετούτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.