τιμωρητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιμωρητικός η τιμωρητική το τιμωρητικό
      γενική του τιμωρητικού της τιμωρητικής του τιμωρητικού
    αιτιατική τον τιμωρητικό την τιμωρητική το τιμωρητικό
     κλητική τιμωρητικέ τιμωρητική τιμωρητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιμωρητικοί οι τιμωρητικές τα τιμωρητικά
      γενική των τιμωρητικών των τιμωρητικών των τιμωρητικών
    αιτιατική τους τιμωρητικούς τις τιμωρητικές τα τιμωρητικά
     κλητική τιμωρητικοί τιμωρητικές τιμωρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιμωρητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμωρητικός. Μορφολογικά, (τιμωρώ) τιμωρη- + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.mo.ɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιμωρητικός

Επίθετο

τιμωρητικός, -ή, -ό

  1. που έχει την τάση να τιμωρεί, να εκδικείται
      Μαζί με αυτή την «τιμωρητική» πρακτική, η οποία δεν διαχώρισε καν τους Κύπριους πολίτες-καταθέτες (όπως έκανε, σοφά, η Ισλανδία) από τους υπόλοιπους, ήρθαν και οι περιορισμοί στη μεταφορά κεφαλαίων. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 31/3/2013)
  2. που αποσκοπεί στην τιμωρία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τιμωρός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.