τιμωρητικά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.mo.ɾi.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιμωρητικά

Ετυμολογία 1

τιμωρητικά < τιμωρητικ(ός) + ά

Επίρρημα

τιμωρητικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

τιμωρητικά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τιμωρητικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.