τηλεσκάφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τηλεσκάφος | τα | τηλεσκάφη |
| γενική | του | τηλεσκάφους | των | τηλεσκαφών |
| αιτιατική | το | τηλεσκάφος | τα | τηλεσκάφη |
| κλητική | τηλεσκάφος | τηλεσκάφη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεσκάφος (νεολογισμός) < τηλε- + σκάφος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική drone
Συνώνυμα
Υπώνυμα
- τετρακόπτερο
- εξακόπτερο
- οκτακόπτερο
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.