ντρόουν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντρόουν < (άμεσο δάνειο) αγγλική drone
Ουσιαστικό
ντρόουν ουδέτερο άκλιτο
- μη επανδρωμένο, τηλεχειριζόμενο σκάφος, συνηθέστερα αεροσκάφος, αλλά και θαλάσσιο σκάφος (θαλάσσιο ντρόουν)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.