δρόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρόνος οι δρόνοι
      γενική του δρόνου των δρόνων
    αιτιατική τον δρόνο τους δρόνους
     κλητική δρόνε δρόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρόνος < αγγλική drone

Ουσιαστικό

δρόνος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.