δρόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δρόνος | οι | δρόνοι |
| γενική | του | δρόνου | των | δρόνων |
| αιτιατική | τον | δρόνο | τους | δρόνους |
| κλητική | δρόνε | δρόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δρόνος αρσενικό
- (νεολογισμός) (σπάνιο) τηλεσκάφος
- ※ Το ΓΕΣΥ επισφράγισε με απόφασή του την μακρά συζήτηση που διεξήχθη στην βικιομάδα Τεχνολογία του ΕΔΟ, όπου υιοθετήθηκε το προσαρμοσμένο δάνειο δρόνος για την απόδοση του αγγλικού drone. (http://www.eleto.gr/download/OtherEvents/2018-03-21_GA2018_GESY-Report.pdf)
Μεταφράσεις
δρόνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.