τηλεργαζόμενος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηλεργαζόμενος | η | τηλεργαζόμενη | το | τηλεργαζόμενο |
| γενική | του | τηλεργαζόμενου | της | τηλεργαζόμενης | του | τηλεργαζόμενου |
| αιτιατική | τον | τηλεργαζόμενο | την | τηλεργαζόμενη | το | τηλεργαζόμενο |
| κλητική | τηλεργαζόμενε | τηλεργαζόμενη | τηλεργαζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηλεργαζόμενοι | οι | τηλεργαζόμενες | τα | τηλεργαζόμενα |
| γενική | των | τηλεργαζόμενων | των | τηλεργαζόμενων | των | τηλεργαζόμενων |
| αιτιατική | τους | τηλεργαζόμενους | τις | τηλεργαζόμενες | τα | τηλεργαζόμενα |
| κλητική | τηλεργαζόμενοι | τηλεργαζόμενες | τηλεργαζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηλεργαζόμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος τηλεργάζομαι
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τηλεργάζομαι, τηλε- και εργάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.