τηλεργάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τηλεργάζομαι < τηλε- + εργάζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική telework)
Συγγενικά
- τηλεργαζόμενος / τηλεεργαζόμενος
- τηλεργασία / τηλεεργασία
- τηλεργασιακός / τηλεεργασιακός
- → δείτε τις λέξεις τηλε- και εργάζομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τηλεργάζομαι | τηλεργαζόμουν(α) | θα τηλεργάζομαι | να τηλεργάζομαι | ||
| β' ενικ. | τηλεργάζεσαι | τηλεργαζόσουν(α) | θα τηλεργάζεσαι | να τηλεργάζεσαι | (τηλεργάζου) | |
| γ' ενικ. | τηλεργάζεται | τηλεργαζόταν(ε) | θα τηλεργάζεται | να τηλεργάζεται | ||
| α' πληθ. | τηλεργαζόμαστε | τηλεργαζόμαστε τηλεργαζόμασταν |
θα τηλεργαζόμαστε | να τηλεργαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | τηλεργάζεστε | τηλεργαζόσαστε τηλεργαζόσασταν |
θα τηλεργάζεστε | να τηλεργάζεστε | (τηλεργάζεστε) | |
| γ' πληθ. | τηλεργάζονται | τηλεργάζονταν τηλεργαζόντουσαν |
θα τηλεργάζονται | να τηλεργάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τηλεργάστηκα | θα τηλεργαστώ | να τηλεργαστώ | τηλεργαστεί | ||
| β' ενικ. | τηλεργάστηκες | θα τηλεργαστείς | να τηλεργαστείς | τηλεργάσου | ||
| γ' ενικ. | τηλεργάστηκε | θα τηλεργαστεί | να τηλεργαστεί | |||
| α' πληθ. | τηλεργαστήκαμε | θα τηλεργαστούμε | να τηλεργαστούμε | |||
| β' πληθ. | τηλεργαστήκατε | θα τηλεργαστείτε | να τηλεργαστείτε | τηλεργαστείτε | ||
| γ' πληθ. | τηλεργάστηκαν τηλεργαστήκαν(ε) |
θα τηλεργαστούν(ε) | να τηλεργαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τηλεργαστεί | είχα τηλεργαστεί | θα έχω τηλεργαστεί | να έχω τηλεργαστεί | τηλεργασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις τηλεργαστεί | είχες τηλεργαστεί | θα έχεις τηλεργαστεί | να έχεις τηλεργαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τηλεργαστεί | είχε τηλεργαστεί | θα έχει τηλεργαστεί | να έχει τηλεργαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τηλεργαστεί | είχαμε τηλεργαστεί | θα έχουμε τηλεργαστεί | να έχουμε τηλεργαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τηλεργαστεί | είχατε τηλεργαστεί | θα έχετε τηλεργαστεί | να έχετε τηλεργαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τηλεργαστεί | είχαν τηλεργαστεί | θα έχουν τηλεργαστεί | να έχουν τηλεργαστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.