συγχρόνως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγχρόνως < (καθαρεύουσα) < (ελληνιστική κοινή) σύγχρον(ος) + -ως

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋˈxɾo.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγχρόνως
τονικό παρώνυμο: σύγχρονος

Επίρρημα

συγχρόνως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.