συγχρόνως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχρόνως < (καθαρεύουσα) < (ελληνιστική κοινή) σύγχρον(ος) + -ως
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋˈxɾo.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐χρό‐νως
- τονικό παρώνυμο: σύγχρονος
Μεταφράσεις
Πηγές
- σύγχρονος, συγχρόνως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγχρόνως - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.