τηλέμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τηλέμετρο | τα | τηλέμετρα |
| γενική | του | τηλεμέτρου & τηλέμετρου |
των | τηλεμέτρων |
| αιτιατική | το | τηλέμετρο | τα | τηλέμετρα |
| κλητική | τηλέμετρο | τηλέμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τηλέμετρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) όργανο, που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα, τοπογραφία κ.λπ., και με το οποίο μετρούμε (μεγάλες) αποστάσεις με διάφορες μεθόδους (ραδιοηλεκτρικές, ακουστικές κ.λπ.)
Συγγενικά
- τηλεμετρικός
- → δείτε τις λέξεις τηλεμετρία, τηλε- και μέτρο
Μεταφράσεις
- τηλέμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τηλέμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.