τηλεμετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τηλεμετρικός | η | τηλεμετρική | το | τηλεμετρικό |
| γενική | του | τηλεμετρικού | της | τηλεμετρικής | του | τηλεμετρικού |
| αιτιατική | τον | τηλεμετρικό | την | τηλεμετρική | το | τηλεμετρικό |
| κλητική | τηλεμετρικέ | τηλεμετρική | τηλεμετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τηλεμετρικοί | οι | τηλεμετρικές | τα | τηλεμετρικά |
| γενική | των | τηλεμετρικών | των | τηλεμετρικών | των | τηλεμετρικών |
| αιτιατική | τους | τηλεμετρικούς | τις | τηλεμετρικές | τα | τηλεμετρικά |
| κλητική | τηλεμετρικοί | τηλεμετρικές | τηλεμετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τηλεμετρικός < τηλεμετρία + -ικός
- τηλεμετρικός < τηλέμετρο + -ικός
Επίθετο
τηλεμετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την τηλεμετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με το τηλέμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τηλεμετρία και τηλέμετρο
Μεταφράσεις
σχετικός με την τηλεμετρία
σχετικός με το τηλέμετρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.