τεύχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τεύχος | τα | τεύχη |
| γενική | του | τεύχους | των | τευχών |
| αιτιατική | το | τεύχος | τα | τεύχη |
| κλητική | τεύχος | τεύχη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεύχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τεῦχος (κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής) < αρχαία ελληνική τεῦχος (εργαλείο, όπλο) < τεύχω (=φτιάχνω, κατασκευάζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dheugh- (> τυγχάνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtef.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τεύ‐χος
Ουσιαστικό
τεύχος ουδέτερο
- κάθε έκδοση ενός περιοδικού, ένθετου, κ.λπ. που κυκλοφορεί σε τακτά χρονικά διαστήματα (εβδομαδιαίο, μηνιαίο κ.ο.κ.)
- ↪ η εφημερίδα μας, μια φορά το μήνα κυκλοφορεί με ειδικό ένθετο τεύχος για την οικονομία
- τμήμα βιβλίου ή συγγράμματος που τυπώνεται και κυκλοφορεί σε συμπληρωματικούς τόμους
- ↪ αυτό που σε ενδιαφέρει βρίσκεται στο δεύτερο τεύχος του συγγράμματος της γενικής παθολογίας
- ↪ το βιβλίο των μαθηματικών έχει ένα τεύχος θεωρίας κι ένα τεύχος ασκήσεων
- τυπογραφικό φύλλο έκδοσης που διατίθεται τμηματικά, μέχρι την ολοκλήρωση ενός έργου
- ↪ θυμάσαι παλιά που αγοράζαμε τις εγκυκλοπαίδειες σε τεύχη, τα οποία μετά δέναμε σε τόμους ;
- τευχάκι
- τευχίδιο
Μεταφράσεις
τεύχος
Πηγές
- τεύχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.