ογδόντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ογδόντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀγδόντα < ελληνιστική κοινή ὀγδοῆντα < αρχαία ελληνική ὀγδοήκοντα[1]

Αριθμητικό

ογδόντα άκλιτο

  • το απόλυτο αριθμητικό (80) που ακολουθεί το εβδομήντα εννέα και προηγείται του ογδόντα ένα

Συγγενικά

από το ὀγδοήκοντα:

Παράγωγα

αριθμητικά
απόλυτο: ογδόντα
ψηφίο: ογδοντάρι
τακτικό: ογδοηκοστός
πολλαπλασιαστικό:  ογδονταπλός
αναλογικό: ογδονταπλάσιος
περιληπτικό: ογδοντάδα, ογδονταριά  
επίρρημα: ογδοντάκις
πρόθημα: ογδοντα-
 
χρονικά
λεπτά: ογδοντάλεπτο
ώρες: ογδοντάωρο
ημέρες: ογδονταήμερο
μήνες: ογδοντάμηνο
έτη: ογδονταετία
διάρκεια: ογδονταετής, ογδονταετές - ογδοντάχρονος, ογδοντάχρονη, ογδοντάχρονο  

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.