τερατογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τερατογόνος | η | τερατογόνος & τερατογόνα |
το | τερατογόνο |
| γενική | του | τερατογόνου | της | τερατογόνου & τερατογόνας |
του | τερατογόνου |
| αιτιατική | τον | τερατογόνο | την | τερατογόνο & τερατογόνα |
το | τερατογόνο |
| κλητική | τερατογόνε | τερατογόνε & τερατογόνα |
τερατογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τερατογόνοι | οι | τερατογόνοι & τερατογόνες |
τα | τερατογόνα |
| γενική | των | τερατογόνων | των | τερατογόνων | των | τερατογόνων |
| αιτιατική | τους | τερατογόνους | τις | τερατογόνους & τερατογόνες |
τα | τερατογόνα |
| κλητική | τερατογόνοι | τερατογόνοι & τερατογόνες |
τερατογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τερατογόνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερατογόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τερατο- + -γόνος
Επίθετο
τερατογόνος, -ος / -α, -ο
- ουσία, παράγοντας που ενοχοποιείται για πρόκληση τερατογένεσης, δηλαδή που όταν εκτίθεται σε αυτόν ο μητρικός οργανισμός στην περίοδο της κύησης, τότε επηρεάζεται δυσμενώς το κύημα και μπορεί εκείνο να παρουσιάσει οργανικές ανωμαλίες
- ↪τερατογόνα φάρμακα / έχει τερατογόνα δράση
Συγγενικά
- τερατογονικός
- → και δείτε τη λέξη τερατογονία
Μεταφράσεις
τερατογόνος
Πηγές
- τερατογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τερατογόνος | τὸ | τερατογόνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | τερατογόνου | τοῦ | τερατογόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | τερατογόνῳ | τῷ | τερατογόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τερατογόνον | τὸ | τερατογόνον | ||
| κλητική ὦ! | τερατογόνε | τερατογόνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | τερατογόνοι | τὰ | τερατογόνᾰ | ||
| γενική | τῶν | τερατογόνων | τῶν | τερατογόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | τερατογόνοις | τοῖς | τερατογόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | τερατογόνους | τὰ | τερατογόνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | τερατογόνοι | τερατογόνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τερατογόνω | τὼ | τερατογόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τερατογόνοιν | τοῖν | τερατογόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- τερατογόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.