τερατογονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τερατογονικός | η | τερατογονική | το | τερατογονικό |
| γενική | του | τερατογονικού | της | τερατογονικής | του | τερατογονικού |
| αιτιατική | τον | τερατογονικό | την | τερατογονική | το | τερατογονικό |
| κλητική | τερατογονικέ | τερατογονική | τερατογονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τερατογονικοί | οι | τερατογονικές | τα | τερατογονικά |
| γενική | των | τερατογονικών | των | τερατογονικών | των | τερατογονικών |
| αιτιατική | τους | τερατογονικούς | τις | τερατογονικές | τα | τερατογονικά |
| κλητική | τερατογονικοί | τερατογονικές | τερατογονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τερατογονικός < τερατογονία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τερατογονία
Μεταφράσεις
τερατογονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.