τερατώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τερατώδης | η | τερατώδης | το | τερατώδες |
| γενική | του | τερατώδους | της | τερατώδους | του | τερατώδους |
| αιτιατική | τον | τερατώδη | την | τερατώδη | το | τερατώδες |
| κλητική | τερατώδη(ς) | τερατώδης | τερατώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τερατώδεις | οι | τερατώδεις | τα | τερατώδη |
| γενική | των | τερατωδών | των | τερατωδών | των | τερατωδών |
| αιτιατική | τους | τερατώδεις | τις | τερατώδεις | τα | τερατώδη |
| κλητική | τερατώδεις | τερατώδεις | τερατώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τερατώδης, -ης, -ες
- που έχει μη αρμονική και υπερφυσική διάπλαση, που μοιάζει με τέρας
- ≈ συνώνυμα: τερατοειδής
- έχει τερατώδες μέγεθος
- ≈ συνώνυμα: τερατοειδής
- (μεταφορικά) ο αντίθετος με την αλήθεια
- τερατώδεις συκοφαντίες
- (μεταφορικά) που αντιτίθεται στην ηθική
- τερατώδης συμπεριφορά
Συνώνυμα
- τερατικός (σπάνιο)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.