καστράτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καστράτος οι καστράτοι
      γενική του καστράτου των καστράτων
    αιτιατική τον καστράτο τους καστράτους
     κλητική καστράτε καστράτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καστράτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική castrato + ,[1] Αναδανεισμός, ετυμολογικό ζεύγος με τη μεσαιωνική ελληνική καστράτος < λατινική castratus (ευνουχισμένος)

Ουσιαστικό

καστράτος αρσενικό

  • (μουσική) άνδρας ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και της όπερας από το 16ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα, ο οποίος είχε υποστεί ευνουχισμό στην παιδική ηλικία, ώστε η φωνή του να διατηρήσει την ικανότητα να αποδίδει πολύ ψηλές νότες

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καστράτος, λέξη του 6ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castratus < ρήμα castro (ευνουχίζω)

Ουσιαστικό

καστράτος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.