καστράτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καστράτος | οι | καστράτοι |
| γενική | του | καστράτου | των | καστράτων |
| αιτιατική | τον | καστράτο | τους | καστράτους |
| κλητική | καστράτε | καστράτοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καστράτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική castrato + -ς,[1] Αναδανεισμός, ετυμολογικό ζεύγος με τη μεσαιωνική ελληνική καστράτος < λατινική castratus (ευνουχισμένος)
Ουσιαστικό
καστράτος αρσενικό
- (μουσική) άνδρας ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και της όπερας από το 16ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα, ο οποίος είχε υποστεί ευνουχισμό στην παιδική ηλικία, ώστε η φωνή του να διατηρήσει την ικανότητα να αποδίδει πολύ ψηλές νότες
-
καστράτος στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- καστράτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καστράτος, λέξη του 6ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castratus < ρήμα castro (ευνουχίζω)
Πηγές
- καστράτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- καστράτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.