οκτάβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οκτάβα οι οκτάβες
      γενική της οκτάβας των οκτάβων
    αιτιατική την οκτάβα τις οκτάβες
     κλητική οκτάβα οκτάβες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια οκτάβα στο πιάνο.

Ετυμολογία

οκτάβα < (λόγιο δάνειο) γαλλική octave < ιταλική ottava [1]

Ουσιαστικό

οκτάβα θηλυκό και οχτάβα

  1. (μουσική) διάστημα οχτώ βαθμίδων της διατονικής κλίμακας
      ένα εντυπωσιακό γλυπτό εκμεταλλεύεται τη δύναμη του αέρα για να παραγάγει ήχους αρκετών οκτάβων (Αγγελική Γιαννικοπούλου, Το εικονογραφημένο βιβλίο στην προσχολική εκπαίδευση, εκδ. Πατάκης, 2016 )
  2. (ακουστική) απόσταση δύο ήχων που ο ένας έχει διπλάσια συχνότητα από τον άλλο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.