άνω κάτω τελεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άνω κάτω τελεία | οι | άνω κάτω τελείες |
| γενική | της | άνω κάτω τελείας | των | ανω κατω τελειών |
| αιτιατική | την | άνω κάτω τελεία | τις | άνω κάτω τελείες |
| κλητική | άνω κάτω τελεία | άνω κάτω τελείες | ||
| Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
άνω κάτω τελεία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.