δεδικαίωται
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
δεδικαίωται
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού παρακειμένου (δεδικαίωμαι) του δικαιόω, δικαιῶ
- → δείτε παράθεμα στο ὁ ἀποθανών δεδικαίωται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.