ταυρομάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταυρομάχος οι ταυρομάχοι
      γενική του ταυρομάχου των ταυρομάχων
    αιτιατική τον ταυρομάχο τους ταυρομάχους
     κλητική ταυρομάχε ταυρομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ταυρομάχος με τη στολή του στην αρένα

Ετυμολογία

ταυρομάχος (μαρτυρείται από το 1871)[1] < ταυρομαχ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < ταῦρος + -μαχία (< μάχομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.vɾoˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταυρομάχος

Ουσιαστικό

ταυρομάχος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) στις ταυρομαχίες, αυτός που αγωνίζεται απέναντι σε ταύρους
  2. στις ταυρομαχίες, αυτός που θανατώνει τον ταύρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 981, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.