ταυρομαχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυρομαχικός η ταυρομαχική το ταυρομαχικό
      γενική του ταυρομαχικού της ταυρομαχικής του ταυρομαχικού
    αιτιατική τον ταυρομαχικό την ταυρομαχική το ταυρομαχικό
     κλητική ταυρομαχικέ ταυρομαχική ταυρομαχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυρομαχικοί οι ταυρομαχικές τα ταυρομαχικά
      γενική των ταυρομαχικών των ταυρομαχικών των ταυρομαχικών
    αιτιατική τους ταυρομαχικούς τις ταυρομαχικές τα ταυρομαχικά
     κλητική ταυρομαχικοί ταυρομαχικές ταυρομαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταυρομαχικός <  δείτε τις λέξεις ταυρομάχος και -ικός

Επίθετο

ταυρομαχικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.