ταρσανάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταρσανάς | οι | ταρσανάδες |
| γενική | του | ταρσανά | των | ταρσανάδων |
| αιτιατική | τον | ταρσανά | τους | ταρσανάδες |
| κλητική | ταρσανά | ταρσανάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αρσανάς Ι.Μ. Αγίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ταρσανάς αρσενικό
- (ναυτικός όρος) (μικρό) ναυπηγείο
- (ναυτικός όρος) (μικρός) ναύσταθμος, λιμανάκι
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ταρσανάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.