αρσανάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρσανάς οι αρσανάδες
      γενική του αρσανά των αρσανάδων
    αιτιατική τον αρσανά τους αρσανάδες
     κλητική αρσανά αρσανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρσανάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρσανάς / ἀρσενάς < τουρκική tersane < βενετική tersanà < αραβική دار الصناعة (ar) < دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)

Ουσιαστικό

αρσανάς αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.