λιμανάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιμανάκι τα λιμανάκια
      γενική
    αιτιατική το λιμανάκι τα λιμανάκια
     κλητική λιμανάκι λιμανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμανάκι < λιμάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

λιμανάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.