ταλιαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταλιαδόρος | οι | ταλιαδόροι |
| γενική | του | ταλιαδόρου | των | ταλιαδόρων |
| αιτιατική | τον | ταλιαδόρο | τους | ταλιαδόρους |
| κλητική | ταλιαδόρε | ταλιαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταλιαδόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική tagliatore (κόφτης, αυτός που κόβει) < tagliare (κόβω) < λατινική talio (taliare) < talea.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ταλι(άρω) , ταλι(αρίζω) + -αδόρος. Δείτε και τον τύπο ταγιαδόρος < βενετική tagiador.[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ʎaˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐λια‐δό‐ρος
Ουσιαστικό
ταλιαδόρος αρσενικό
- (επάγγελμα, λαϊκότροπο) αυτός που επεξεργάζεται το ξύλο και δημιουργεί ξύλινα αντικείμενα, χρηστικά ή διακοσμητικά
- ↪ Μετσοβίτες ταλιαδόροι έφτιαξαν το εξαιρετικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού του Αγίου Χαραλάμπους στην ιερά μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων.
- ≈ συνώνυμα: ξυλογλύπτης, πελεκάνος, σκαλιστής
- (χαρτοπαίγνιο) αυτός που έχει την μπάνκα στο χαρτοπαίγνιο «πασέτα»
Μεταφράσεις
ταλιαδόρος
|
→ δείτε τη λέξη ξυλογλύπτης |
Αναφορές
- s.v. ταγιάρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ταλιαδόρος, ταγιαδόρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ταλιαδῶρος, ταγιαδόρος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.