-αδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -αδόρος οι -αδόροι
      γενική του -αδόρου των -αδόρων
    αιτιατική τον -αδόρο τους -αδόρους
     κλητική -αδόρε -αδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-αδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική -(a)dor + -ος < λατινική -(a)tor[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈðo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δόρος

Επίθημα

-αδόρος

  1. (λαϊκότροπο) μετουσιαστικό επίθημα που δηλώνει

Παράγωγα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αδόρος στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.