ταγιάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταγιάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική tagiar + [1][2]. Δείτε και την ιταλική tagliare [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈʝa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταγιάρω

Ρήμα

ταγιάρω, αόρ.: ταγιάρισα, παθ.φωνή: ταγιάρομαι, π.αόρ.: ταγιαρίστηκα, μτχ.π.π.: ταγιαρισμένος

  • επεξεργάζομαι ή διακοσμώ επιφάνεια κρύσταλλου ή πολύτιμου λίθου χαράζοντάς τον

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τάγια. Για το θέμα ταλια-,  δείτε τη λέξη τάλια

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ταγιάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ταγιάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ταγιάρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.