τάγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τάγια | οι | τάγιες |
| γενική | της | τάγιας | — | |
| αιτιατική | την | τάγια | τις | τάγιες |
| κλητική | τάγια | τάγιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐λια
Συγγενικά
θέμα με ταλια-
- → δείτε τη λέξη τάλια
θέμα με ταγια-
- ταγέ
- ταγέρ
- ταγιαδόρος
- ταγιάρισμα
- ταγιάρω
Μεταφράσεις
τάγια
|
→ δείτε τη λέξη τάλια |
Αναφορές
- τάγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.