ταλανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταλανισμένος | η | ταλανισμένη | το | ταλανισμένο |
| γενική | του | ταλανισμένου | της | ταλανισμένης | του | ταλανισμένου |
| αιτιατική | τον | ταλανισμένο | την | ταλανισμένη | το | ταλανισμένο |
| κλητική | ταλανισμένε | ταλανισμένη | ταλανισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταλανισμένοι | οι | ταλανισμένες | τα | ταλανισμένα |
| γενική | των | ταλανισμένων | των | ταλανισμένων | των | ταλανισμένων |
| αιτιατική | τους | ταλανισμένους | τις | ταλανισμένες | τα | ταλανισμένα |
| κλητική | ταλανισμένοι | ταλανισμένες | ταλανισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταλανισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ταλανίζω
Μετοχή
ταλανισμένος, -η, -ο
- (λόγιο) ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, τυραννημένος
- Ταλανισμένος από τις δυσκολίες, κυνηγημένος από τις ατυχίες....
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταλανίζω
Μεταφράσεις
ταλανισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.