talon
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| talon | talons |
talon (fr) αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα του ποδιού
- (υπόδηση) το τακούνι του παπουτσιού
- το ταλόν (σιλικόνης)
Εκφράσεις
- talon d'Achille
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.