τακουνάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τακουνάκι τα τακουνάκια
      γενική
    αιτιατική το τακουνάκι τα τακουνάκια
     κλητική τακουνάκι τακουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τακουνάκι < τακούνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

τακουνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του τακούνι
  2. (αθλητισμός) χτύπημα μπάλας με το τακούνι ή γενικότερα με το πίσω μέρος του ποδιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.