φτέρνα
Νέα ελληνικά (el)

2: το οστό της φτέρνας
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτέρνα | οι | φτέρνες |
| γενική | της | φτέρνας | των | φτερνών |
| αιτιατική | τη | φτέρνα | τις | φτέρνες |
| κλητική | φτέρνα | φτέρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτέρνα < αρχαία ελληνική πτέρνα ή πτέρνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfteɾ.na/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.