compatible
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | compatible |
| συγκριτικός | more compatible |
| υπερθετικός | most compatible |
Επίθετο
compatible (en)
- (λογισμικό, υλικό υπολογιστή) συμβατός, το λογισμικό (software), το υλικό (hardware) ή γενικότερα το περιβάλλον (environment), με το οποίο κάποιο κάποιο λογισμικό μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά
- ↪ Windows 11 is compatible with my computer.
- Τα Windows 11 είναι συμβατά με τον υπολογιστή μου.
- ↪ Windows 11 is compatible with my computer.
- (βάσεις δεδομένων, στο σχεσιακό μοντέλο, στη σχεσιακή άλγεβρα) συμβατές σχέσεις
- συμβατός, που μπορεί να υπάρχει ή να χρησιμοποιείται μαζί χωρίς να προκαλεί προβλήματα
- ↪ development compatible with the protection of the environment - ανάπτυξη συμβατή με την προστασία του περιβάλλοντος
- ταιριαστός
- ↪ a compatible couple - ταιριαστό ζευγάρι
Αντώνυμα
- incompatible
- noncompatible
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.