ταγεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταγεία οι ταγείες
      γενική της ταγείας των ταγειών
    αιτιατική την ταγεία τις ταγείες
     κλητική ταγεία ταγείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταγεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταγεία < ταγεύω < ταγός < τάσσω

Ουσιαστικό

ταγεία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταγεί αἱ ταγεῖαι
      γενική τῆς ταγείᾱς τῶν ταγειῶν
      δοτική τῇ ταγεί ταῖς ταγείαις
    αιτιατική τὴν ταγείᾱν τὰς ταγείᾱς
     κλητική ! ταγεί ταγεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταγεί
γεν-δοτ τοῖν  ταγείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταγεία < ταγεύω + -εία < ταγός < τάσσω

Ουσιαστικό

ταγεία θηλυκό

  • (ιστορία, πολιτική) ταγεία
      ὁ δ' αὖ Πολύφρων ἦρξε μὲν ἐνιαυτόν, κατεσκευάσατο δὲ τὴν ταγείαν τυραννίδι ὁμοίαν. (Ξενοφών, Ελληνικά, 6.4.34.1-2)

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.