ἀταγία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀταγί αἱ ἀταγίαι
      γενική τῆς ἀταγίᾱς τῶν ἀταγιῶν
      δοτική τῇ ἀταγί ταῖς ἀταγίαις
    αιτιατική τὴν ἀταγίᾱν τὰς ἀταγίᾱς
     κλητική ! ἀταγί ἀταγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀταγί
γεν-δοτ τοῖν  ἀταγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀταγία < ἀ- + ταγός + -ία

Ουσιαστικό

ἀταγία θηλυκό

  1. (πολιτική) αταγία, έλλειψη ταγείας, έλλειψη ταγού
      κ’ ἐν ταγ<ί>α<ι> κ’ ἐν ἀταγίαι (=ἀταγίᾳ). (Supplementum Epigraphicum Graecum, 25:647)
  2. (πολιτική) το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε «έως την ανάδειξη των νέων ταγών, κατά το οποίο η δημόσια ζωή της πόλης λειτουργούσε ομαλά»[1] χωρίς την εξουσία των προηγούμενων ταγών

Αντώνυμα

Αναφορές

  1. Πρέντζας Κώστας, Πολιτικοί Θεσμοί της αρχαίας Θεσσαλίας, Ιωάννινα 2013, σελ. 158.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.