ταγεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ταγεύω < ταγός + -εύω < τάσσω

Ρήμα

ταγεύω

  1. είμαι ταγός, κυβερνώ, διοικώ
      ταχὺ δὲ ὁ Ἰάσων ὁμολογουμένως ταγὸς τῶν Θετταλῶν καθειστήκει. ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικόν τε ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἦν παρέχειν καὶ ὁπλιτικόν. (Ξενοφών, Ελληνικά, 6,1,18,8 - 6, 1, 19, 3)
  2. ταγεύω τινός = διοικώ, άρχω, κυβερνώ κάποιον

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • διαταγεύω
  • συνταγεύω

Σημειώσεις

  • το ρήμα ταγέω δεν απαντάται σ' όλους τους χρόνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.