τήρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τηρησι-, τηρησε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | τήρησῐς | αἱ | τηρήσεις | |
| γενική | τῆς | τηρήσεως | τῶν | τηρήσεων | |
| δοτική | τῇ | τηρήσει | ταῖς | τηρήσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | τήρησῐν | τὰς | τηρήσεις | |
| κλητική ὦ! | τήρησῐ | τηρήσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τηρήσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τηρησέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Σύνθετα
- ἀποτήρησις
- διατήρησις
- ἐπιτήρησις
- παρατήρησις
- προπαρατήρησις
- προστήρησις
- συμπαρατήρησις
- συντήρησις
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- τήρησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τήρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.