επιτήρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιτήρηση οι επιτηρήσεις
      γενική της επιτήρησης* των επιτηρήσεων
    αιτιατική την επιτήρηση τις επιτηρήσεις
     κλητική επιτήρηση επιτηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιτήρηση < αρχαία ελληνική ἐπιτήρησις < ἐπιτηρῶ

Ουσιαστικό

επιτήρηση θηλυκό

  1. το να επιτηρώ/επιβλέπω ένα έργο, την τήρηση όρων μιας συμφωνίας ή τη συμμόρφωση κάποιου προς κάποιους κανόνες
  2. (ειδικότερα, σε εξετάσεις) η εργασία ενός επιτηρητή που προσέχει να μην αντιγράψει κάποιος από τους εξεταζόμενους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.