τηρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τηρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηρώ
  2. θα τηρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τηρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τήρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.