επαγρύπνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαγρύπνηση οι επαγρυπνήσεις
      γενική της επαγρύπνησης* των επαγρυπνήσεων
    αιτιατική την επαγρύπνηση τις επαγρυπνήσεις
     κλητική επαγρύπνηση επαγρυπνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαγρυπνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαγρύπνηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαγρύπνη(σις) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /e.paˈɣɾi.pni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαγρύπνυση

Ουσιαστικό

επαγρύπνηση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αγρυπνία και άγρυπνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.