διάταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάταση | οι | διατάσεις |
| γενική | της | διάτασης* | των | διατάσεων |
| αιτιατική | τη | διάταση | τις | διατάσεις |
| κλητική | διάταση | διατάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διατάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάταση < αρχαία ελληνική διάτασις
Ουσιαστικό
διάταση θηλυκό
- (ιατρ) η διαστολή, το φούσκωμα ενός αγγείου ή της κοιλότητας ενος οργάνου, όταν του ασκείται μεγαλύτερη από το φυσιολογικο πίεση από το εσωτερικό του
- διάταση τριχοειδών, διάταση θώρακα, διάταση οισοφάγου
Μεταφράσεις
διάταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.