συσκέπτομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συσκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσκέπτομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε συ- + σκέπτομαι.

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈsce.pto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συσκέπτομαι

Ρήμα

συσκέπτομαι, αόρ.: συσκέφθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συσκέπτομαι (ελληνιστική κοινή) < συ- + αρχαία ελληνική σκέπτομαι

Ρήμα

συσκέπτομαι (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.