σωματότυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωματότυπος οι σωματότυποι
      γενική του σωματότυπου των σωματότυπων
    αιτιατική τον σωματότυπο τους σωματότυπους
     κλητική σωματότυπε σωματότυποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωματότυπος < σωματό- + τύπος, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική somatotype < αρχαία ελληνική σῶμα + τύπος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /so.maˈto.ti.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σωματότυπος

Ουσιαστικό

σωματότυπος αρσενικό

  • (ανθρωπολογία) η μελέτη για το σχήμα και τη μορφή του ανθρώπινου σώματος και η κατάταξή του σε κατηγορίες, τύπων
    ο σωματότυπος είναι φαινότυπος που καθορίζεται από την κατανομή του λίπους σε έναν οργανισμό

Συνώνυμα

λαϊκότροπα:

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σώμα και τύπος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.